δοξολογία

δοξολογία
Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού. Με την πάροδο των χρόνων, στο διάστημα των οποίων μεσολάβησαν προσθήκες και παραλλαγές, η δ. πήρε διάφορες μορφές ώσπου επικράτησε η σημερινή μορφή δ., που εκφράζεται με τη φράση «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι». Η μορφή αυτή αποκαλείται μικρή δ.· υπάρχει όμως και η μεγάλη δ., που αρχίζει με τη φράση «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ». Ο ποιητής της μεγάλης δ. είναι άγνωστος, αν και ορισμένοι θεωρούν ότι πρόκειται για κείμενο του πάπα Τελεσφόρου (127-138). Η λατινική της μετάφραση εκτιμάται ότι ανήκει στον Ιλάριο Πεκτάριο (368). Το πιθανότερο είναι ότι η μεγάλη δ. είναι ελληνικής προέλευσης. Η μεγάλη δ. ψάλλεται και σήμερα σε ευχαριστήριες τελετές, σε εθνικές εορτές και την 1η ημέρα του νέου έτους. Ανάλογη δ. είναι και το Te Deum των καθολικών. Επίσημη δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αθηνών, την 25η Μαρτίου 2002, παρουσία της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας (φωτ. ΑΠΕ). Δοξολογία στον ιερό ναό του πολιούχου Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου, στις 26 Οκτωβρίου 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (AM δοξολογία)
δοξαστικός ύμνος προς τον θεό
μσν.- νεοελλ.
1. τελετή επίσημη κατά την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι
2. φρ. «Μεγάλη Δοξολογία» — ο αγγελικός ή εωθινός ύμνος που αρχίζει με τον στίχο «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τό φῶς» (Λουκ. β' 14) και ψάλλεται ή αναγινώσκεται στο τέλος τού όρθρου και στο απόδειπνο της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δοξολογία — δοξολογίᾱ , δοξολογία laudation fem nom/voc/acc dual δοξολογίᾱ , δοξολογία laudation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίᾳ — δοξολογίᾱͅ , δοξολογία laudation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογία — η 1. ευχαριστήριος ύμνος που αρχίζει με τη λέξη «δόξα». 2. λειτουργία στην εκκλησία που γίνεται για κάποιο σημαντικό γεγονός: Στη δοξολογία για την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης παραβρέθηκε σύσσωμο το δημοτικό συμβούλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοξολογίας — δοξολογίᾱς , δοξολογία laudation fem acc pl δοξολογίᾱς , δοξολογία laudation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίαι — δοξολογίᾱͅ , δοξολογία laudation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίαν — δοξολογίᾱν , δοξολογία laudation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογιῶν — δοξολογία laudation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίαις — δοξολογία laudation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GLORIA — I. GLORIA fama est alicuius cum laude, unde a γλῶςςα, lingua, nonnullis deducitur. Eius limites quam ampli, dicat Plin. l. 2. c. 68. Hae tot portiones terrae, imo vero mundi punctus (neque enim est aliud terra in universo) Haec est materia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία)  в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”